- κουρίτης
- και κιουρίτης ο(ορυκτ.) ένυδρο ραδιενεργό ορυκτό οξείδιο τού ουρανίου και τού μολύβδου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. curite (< όν. τού Pierre Curie. Γάλλου χημικού) + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.